φαλαινοθηρία

φαλαινοθηρία
η, Ν
(αλιευτ.) αλιεία φαλαινών για την παραγωγή τροφής, ελαίου ή και τών δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον 'Αγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαλαινοθηρία — η η θήρα (αλιεία) φαλαινών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”